- λινοθώραξ
- λινοθώρᾱξ , λινοθώρηξwearing a linen cuirassmasc/fem nom/voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινοθώραξ — λινοθώραξ, ακος, ιων. τ. λινοθώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λινό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + θώραξ (< θώραξ), πρβλ. αιολο θώραξ, χαλκο θώραξ] … Dictionary of Greek
λινοθωράκων — λινοθώραξ wearing a linen cuirass masc gen pl λινοθωρά̱κων , λινοθώρηξ wearing a linen cuirass masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοθώρακες — λινοθώραξ wearing a linen cuirass masc nom/voc pl λινοθώρᾱκες , λινοθώρηξ wearing a linen cuirass masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοθώρακος — λινοθώραξ wearing a linen cuirass masc gen sg λινοθώρᾱκος , λινοθώρηξ wearing a linen cuirass masc/fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek